Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δεν κάθεται

  • 1 φρόνιμα

    επίρρ.
    1) (благо)разумно, рассудительно;

    κάνε φρόνιμα — будь благоразумным;

    2) спокойно, смирно;

    κάτσε φρόνιμα — сиди смирно;

    3) пристойно, достойно;

    δεν κάθεται φρόνιμα — а) он ведёт себя плохо; — б) она ведёт себя непристойно (о девушке, женщине)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φρόνιμα

  • 2 καν

    κάν(ε) 1. επίρρ.
    1) хотя бы, по крайней мере, даже;

    να 'ξερά καν πού κάθεται! — если бы я знал, по крайней мере, где он живёт!;

    2) даже не, совершенно, нисколько, ничего (в сочетании с ουδέ, ούτε, χωρίς или в отрицат. предлож.);

    δεν ρώτησε καν τί συμβαίνει — он даже не спросил, что происходит;

    ούτε καν' στον πατέρα του (δεν) έχει σεβασμό! — он даже своего отца не уважает!;

    ούτε καν πίϊρα χαμπάρι — я даже не заметил;

    § καν καί καν — очень много;

    είχε φιλενάδες καν και καν — у неё было очень много подруг;

    ξοδέψαμε καν και καν γιά να σπουδάσει — мы очень много дотратили на его учёбу;

    2. σόνδ. то ли, или;

    δε θυμούμαι ποιός μού 'τόπε, καν εσύ καν η γυναίκα σου — я не помню, кто мне об этом сказал, то ли ты, то ли твоя жена

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καν

  • 3 λαιμός

    ο
    1) шея; 2) горло, глотка;

    μου πονεί ο λαιμός (μου) — у меня болит горло;

    με γαργαλάει ο λαιμός — или κάτι μού γαργαλάει το λαιμό — у меня першит в горле;

    3) ворот, воротник; горловина (платья);
    4) горлышко (бутылки и т.п.); 5) перешеек, узкая полоса земли (между озёр);

    § βγάζω το λαιμό μου να σε φωνάζω — а) надсаживаться, звать, кричать до хрипоты; — б) охрипнуть от крика;

    δεν πάει να κόψει το λαιμό του — он и пальцем не пошевельнёт; — ему ни до чего нет дела; — а ему хоть трава не расти;

    πιάνω απ' το λαιμό — а) схватить за горло; — б) перен. взять за горло;

    βάζω το μαχαίρι στο λαιμό — пристать с ножом к горлу;

    παίρνω κάποιον στο λαιμό μου — подводить кого-л.;

    τον πήρα στο λαιμό μου — я его подвёл; — он пострадал из-за меня;

    μου κάθεται στο λαιμό — он у меня стоит поперёк горла;

    ως το λαιμό — до отказа, по горло

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λαιμός

  • 4 σά(ν)

    1) как, словно, точно; (как) будто; вроде;

    σά(ν) πουλί πετάει — летает, словно птичка;

    έκλαιγε σά(ν) παιδί — он плакал, как ребёнок;

    φαίνεσαι σά(ν) άρρωστη — у тебя болезненный вид;

    τρέμει σά(ν) το λαγό — дрожит как заяц;

    τον αγαπώ σά(ν) αδελφό — я его люблю, как брата;

    δεν είμαι σά(ν) εσένα — я не такой, как ты;

    ακριβώς σά(ν) αυτό — точно такое же;

    2):

    σά(ν) να... ( — как) будто, словно, точно...;

    σά(ν) να μη άκουσε — как будто не слышал;

    σά(ν) να κλαίει — как будто плачет;

    τί φωνάζεις σά(ν) να σε σφάζουνε; — ты что кричишь, словно тебя режут?;

    τρέχει σά(ν) να τον κυνηγούν — бежит, словно за ним гонятся;

    3) кажется, похоже, как будто;

    σά(ν) μακρυά κάθεται — он, кажется, далеко живёт;

    σά(ν) καλός είναι — похоже, что он хороший человек;

    σά(ν) έχει δίκιο — кажется, он прав;

    4) как, будучи;

    εσύ σά(ν) συγγενής επρεπε να με υποστηρίξεις — ты, будучи моим родственником, должен был меня поддержать;

    5) же;

    σά(ν) ποιός να 'ναι αότός; — кто же он такой?;

    σά(ν) τί να θέλει; — чего же он хочет?;

    καί σά(ν) τί κάνει τάχα; — да что он, собственно, делает?;

    2. σόνδ.
    1) когда;

    σά(ν) έρθει η άνοιξη — когда придёт весна;

    2) если;

    σά(ν) θέλεις — если хочешь;

    3) поскольку, так как;

    σά(ν) είδε πως... — увидев, что...;

    § σά(ν) τα χιόνια! — сколько лет, сколько зим!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σά(ν)

  • 5 σά(ν)

    1) как, словно, точно; (как) будто; вроде;

    σά(ν) πουλί πετάει — летает, словно птичка;

    έκλαιγε σά(ν) παιδί — он плакал, как ребёнок;

    φαίνεσαι σά(ν) άρρωστη — у тебя болезненный вид;

    τρέμει σά(ν) το λαγό — дрожит как заяц;

    τον αγαπώ σά(ν) αδελφό — я его люблю, как брата;

    δεν είμαι σά(ν) εσένα — я не такой, как ты;

    ακριβώς σά(ν) αυτό — точно такое же;

    2):

    σά(ν) να... ( — как) будто, словно, точно...;

    σά(ν) να μη άκουσε — как будто не слышал;

    σά(ν) να κλαίει — как будто плачет;

    τί φωνάζεις σά(ν) να σε σφάζουνε; — ты что кричишь, словно тебя режут?;

    τρέχει σά(ν) να τον κυνηγούν — бежит, словно за ним гонятся;

    3) кажется, похоже, как будто;

    σά(ν) μακρυά κάθεται — он, кажется, далеко живёт;

    σά(ν) καλός είναι — похоже, что он хороший человек;

    σά(ν) έχει δίκιο — кажется, он прав;

    4) как, будучи;

    εσύ σά(ν) συγγενής επρεπε να με υποστηρίξεις — ты, будучи моим родственником, должен был меня поддержать;

    5) же;

    σά(ν) ποιός να 'ναι αότός; — кто же он такой?;

    σά(ν) τί να θέλει; — чего же он хочет?;

    καί σά(ν) τί κάνει τάχα; — да что он, собственно, делает?;

    2. σόνδ.
    1) когда;

    σά(ν) έρθει η άνοιξη — когда придёт весна;

    2) если;

    σά(ν) θέλεις — если хочешь;

    3) поскольку, так как;

    σά(ν) είδε πως... — увидев, что...;

    § σά(ν) τα χιόνια! — сколько лет, сколько зим!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σά(ν)

См. также в других словарях:

  • ακατακάθιστος — η, ο [κατακαθίζω] 1. αυτός που δεν έχει κατακαθίσει, δεν έχει κατασταλάξει «ακατακάθιστος καφές» 2. όποιος δεν κάθεται κάτω ούτε στιγμή, ο αεικίνητος «ακατακάθιστο παιδί» 3. μτφ. εκείνος που δεν έχει κατακάτσει, δεν έχει κατευναστεί «ακατακάθιστη …   Dictionary of Greek

  • αλαφρόκωλος — η, ο αυτός που δεν στεριώνει σε μια θέση, που δεν κάθεται για πολύ στο ίδιο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + κώλος] …   Dictionary of Greek

  • ενίζω — (I) ἐνίζω (AM) [ίζω] (αμτβ.) κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι, εγκαθίσταμαι κάπου («ἀπανθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως» ο Έρωτας δεν κάθεται, δεν εγκαθίσταται μέσα σε μαραμένο σώμα και ψυχή, Πλάτ.) αρχ. τοποθετώ κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει …   Dictionary of Greek

  • όρθιος — α, ο επίρρ. α 1. για πράγματα, κατακόρυφος, στητός. 2. για ανθρώπους, αυτός που στέκεται στα πόδια, που δεν κάθεται, που δεν πλαγιάζει: Όρθιοι όλοι περιμέναμε να περάσουν το νεκρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορθός — ή, ό 1. κατακόρυφος, όρθιος, στητός: Πάει ο γαμπρός σαν αϊτός, ορθός, καμαρωμένος (Κρυστάλλης). 2. αυτός που στέκεται στα πόδια, που δεν κάθεται, ούτε πλαγιάζει: Στάσου ορθός. 3. αυτός που σχηματίζει γωνία 90°: Ορθή γωνία. 4. μτφ., σωστός,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»